θεριστῶν

θεριστῶν
θεριστής
masc gen pl
θεριστός
balsam
fem gen pl
θεριστός
balsam
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λιτυέρσης — λιτυέρσης, ὁ (Α) 1. φρυγικής προέλευσης άσμα τών θεριστών 2. ως κύριο όν. Λυτυέρσης νόθος γιος τού βασιλιά Μίδα, ο οποίος ανάγκαζε τους διαβάτες να αγωνιστούν μαζί του στον θερισμό και μετά, αφού τούς νικούσε, έδενε τα κεφάλια τους στα δεμάτια,… …   Dictionary of Greek

  • όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”